- νωθρόν
- νωθρόςheavymasc acc sgνωθρόςheavyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μολυρόν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «νωθρόν, βραδύ, ἀνιαρόν, ἁηδές, ἀχάριστον, λυπηρόν». [ΕΤΥΜΟΛ. < μολύνω + επίθημα ρός] … Dictionary of Greek
υπνηλός — ή, όν, ΜΑ 1. νυσταλέος, νυσταγμένος 2. μτφ. αδιάφορος («τί τὸ ὄφελος βίου εἶναι ἀλήπτου, νωθρὸν ὄντα καὶ ὑπνηλόν;», Ιωάνν. Χρυσ.) αρχ. 1. όμοιος με ύπνο («ὑπνηλὸς ὁ θάνατος ἐντρέχει», Φιλόστρ.) 2. υπνωτικός. επίρρ... ὑπνηλῶς Μ νυσταλέα,… … Dictionary of Greek